φοινίκειος

φοινίκειος
(I)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος (II), -ΐη, -ον [φοῑνιξ (III), -οίνικος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δένδρο φοίνικας ή εκείνος που προέρχεται από το δένδρο αυτό («φοινίκειος οἶνος», Διόδ.).
————————
(II)
-ον, και ιων. τ. φοινικήϊος, (Ι), -ΐη, -ον [Φοῑνιξ, -οίνικος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι) («φοινίκειον φιλοτέχνημα», Ηλιόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φοινίκεια
(ενν. γράμματα) το αρχαίο ιωνικό αλφάβητο
3. φρ. «φοινικηΐη voῡσος»
ιατρ. η ελεφαντίαση (Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φοινίκειος — of the palm tree masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκειον — φοινίκειος of the palm tree masc/fem acc sg φοινίκειος of the palm tree neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικείοις — φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικείων — φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut gen pl φοινίκεος purple red masc/fem gen pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικείῳ — φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινίκεια — φοινίκειος of the palm tree neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικήϊος — (I) ΐη, ον, Α ιων. τ. βλ. φοινίκειος (II). (II) ΐη, ον, Α (ιων.τ.) βλ. φοινίκειος (Ι) …   Dictionary of Greek

  • φοινικείωι — φοινικείῳ , φοινίκειος of the palm tree masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”